-
1 συν-διωκομένως
συν-διωκομένως, adv. part. praes. pass. von συνδιώκω, eilig wie ein Verfolgter, καὶ τροχαλῶς ὁμιλεῖν, Clem. Al. paedag. 2, 7.
-
2 συνδιωκομένως
1 συν-διωκομένως
συν-διωκομένως, adv. part. praes. pass. von συνδιώκω, eilig wie ein Verfolgter, καὶ τροχαλῶς ὁμιλεῖν, Clem. Al. paedag. 2, 7.
2 συνδιωκομένως